- στυπιοθλίπτης
- ο, Ν1. (μηχανολ.) στοιχείο προσαρμοσμένο σε στέλεχος ή άξονα που κινείται στο εσωτερικό μηχανής ή κυκλώματος νερού ή ατμού και χρησιμεύει για την εξασφάλιση στεγανότητας2. φρ. «στυπιοθλίπτης λαβυρίνθου» — σειρά διαφραγμάτων προσαρμοσμένων στην άτρακτο ατμοστροβίλου υψηλής πιέσεως που εξαναγκάζει το διαρρέον ρευστό να ακολουθεί διαδρομή αλλεπάλληλων ανακάμψεων κατά μήκος τής οποίας υφίσταται διαδοχικές εκτονώσεις προτού φτάσει στον χώρο χαμηλής πιέσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π)είο / στυπ(π)ίο + -θλίπτης (< θλίβω). Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. le presse-etoupe και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.